[225] ἀν-επι-στήμων, ον, unwissend, Her. 9, 62; Thuc. 5, 111; ναῠς, den ἔμπειροι u. ἄμεινον πλέουσαι entgeggstzt, 2, 89; öfter Plat., τινός. Prot. 350 b; περί τινος, Theaet. 202 c; ὁδός, unwissenschaftlich, Her. 2, 21; mit dem inf., Xen. Mem. 2, 3, 7. – Adv., ἀνεπιστημόνως ζῆν Plat. Legg. I, 636 e.