[239] ἀν-οιδέω, aufschwellen, aufblähen, ϑαλάττης ἀνοιδουμένης Alciphr. 1, 10. Gew. intrans., ἀνοιδῆσαν κῦμα Eur. Hipp. 1210; πνεῦμα, zunehmen, anwachsen, Plat. Tim. 84 e; ϑυμός Her. 7, 39; ähnl. ϑυμὸν ἀνοιδήσαντο Qu. Sm. 9, 345.