[303] [303] ἀπο-θύμιος (ϑυμός), fem. ἀποϑυμίη Simon. mul. 35; unbehaglich, mißfällig, verhaßt τινὶ ἀποϑύμια ἔρδειν Il. 14, 261; ἔπος Hes. O. 712, Ggstz καταϑύμιος. Vgl. Her. 7, 168; Mosch. 4, 93.