[307] ἀπο-κλᾴζω, dor. = ἀποκληΐζω, ἀποκλείω, τὰν αὐλείαν ἀπόκλαξον Theocr. 15, 43; ὁ τὰν νυὸν εἶπ' ἀποκλάξας ib. 77.