[308] ἀπο-κρεμάννυμι (s. κρεμάννυμι), herabhangen lassen, herabsenken, αὐχέν' ἀπεκρέμασεν Il. 23, 879; aufhängen, Sp., ἀποκρεμασϑέντες Luc. Deor. D. 21, 1.