[309] ἀπο-κῡματίζω, wie eine Welle wegreißen, ἡ ϑερμότης τὸ πνεῦμα Plut. Symp. 8, 10, 1; άρμονία τῶν ὀνομάτων – τὸν ἦχον D. H. de C. V. 23.