[311] ἀπο-λεπτύνω, verdünnen, spitz machen, τὸ πλάτος ἀπολελεπτυσμένον Arist. H. A. 1, 5; schwächen, τοῠ πικροῦ ἀπολεπτυνϑέντος Plat. Tim. 83 b.