[313] ἀπο-λούω, abwaschen, Il. 14, 7 λούσῃ ἄπο βρότον; τινά τι, Πάτροκλον λούσειαν ἄπο βρότον 18, 345; Plat. Crat. 405 b; ἀπέλου Ar. Vesp. 118. – Med., sich abwaschen, ἅλμην ὤμοιιν ἀπολούσομαι Od. 6, 219; εἰ πεπίϑοιενΠηλείδην λούσασϑαι ἄπο βρότον Iliad. 23, 41; ἀπολούσασϑαι τὸ πρόςωπον, sich das Gesicht waschen, Long. 1, 11.