[315] ἀπο-μῡθέομαι, ausreden, abrathen, Il. 9, 109 μάλα γάρ τοι ἔγωγε πόλλ' ἀπεμυϑεόμην; Stratt. bei A. B. 421 ἀπεμυϑήσω, durch ἀπελογήσω erkl.