[318] ἀπο-πέρδω, aor. ἀπέπαρδον Ar. Equ. 637, conj. ἀποπάρδω Vesp. 394, fut. ἀποπαρδήσομαι Ran. 10, losfarzen; μέγα πάνυ Plut. 699. Aber ἀνὴρ ἀποπέρδεται ἵππον En. ad. 276 (Plan. 115) = läuft nach hinten in ein Pferd aus.