[319] ἀπο-πέτομαι, (s. πέτομαι), wegfliegen, ἀποπέτου Ar. Av. 1369; ἀποπετήσομαι Pax 1126; Sp., wie Plut. adv. St. 28 ἀποπετόμενοι; vgl. ἀφίπταμαι.