[319] ἀπο-πλάζω (s. πλάζω), abirren machen, abbringen, Hom. öfters, aber nur im aor. pass., wenn man nicht Od. 1. 75 πλάζει δ' ἀπὸ πατρίδος αἴης hierherziehen will; τῆς ἀοιδῆς Ap. Rh. 1, 1220. – Pass., weggetrieben werden, abirren, ὅππῃ ἀπεπλάγχϑης Od. 8, 573; ἀποπλαγχϑεῖσα χαμαὶ πέσε Iliad. 13, 578; Τροίηϑεν ἀποπλαγχϑέντες Od. 9, 259; πολλὸν ἀπεπλάγχϑης πατρίδος ἠδὲ τοκήων Od. 15, 382; νήσου αποπλαγχϑέντας 12, 285; τῆλε δ' ἀπεπλάγχϑη σάκεος δόρυ Iliad. 22, 291; ἀπὸ ϑώρηκος πολλὸν ἀποπλαγχϑείς 13, 592; ἀποπλαγχϑέντες ἑταίρων Theocr. 22, 35; sp. D.