[319] ἀπο-πλανάω, dasselbe, abführen, τινὰ ἀπὸ τῆς ὑποϑέσεως Aesch. 3, 176; Pol. 3, 57, 4; τὸν λόγον Luc. Gymn. 21; pass., abirren, abkommen, δέδοικα, μὴ πόῤῥω λίαν τῆς ὑπ οϑέσεως ἀποπλανηϑῶ Isocr. 7, 77; τοῠ λόγου Luc. Necyom. 19; a. Sp.