[319] ἀπο-πήγνυμι, (s. πήγνυμι), gefrieren lassen, Ar. Ran. 126; pass., gefrieren, erstarren, αἷμα ἀποπήγνυται Xen. An. 5, 8, 15; ἀποπαγησόμεϑα ὑπὸ ψύχους Mem. 4, 3, 8; Sp.