[336] ἀπο-χέω (s. χέω), ausgießen, verschütten, Hom. Od. 22, 20. 85 ἀπὸ δ' εἴδατα χεῠεν ἔραζε; Iliad. 22, 468 τῆλε δ' ἀπὸ κρατὸς χέε δέσματα, Aristarch βάλε, s. Scholl. Didym.; ἀποχεύονται Κασταλίας δῖναι παγάν Eur. Ion. 148; ἀποχεομένων ὑδάτων, ἀποχυϑέντος μολύβδου Pol. 34, 9, 10. 11, u. a. Sp.; φύλλα ἀποχυϑέντα, abgefallenes Laub, Plut. Alex. fort. 1, 10 E. – Vom Getreide, schossen, Theophr.