[277] ἀπ-αμφι-έννυμι (s. ἕννυμι), auskleiden, ἀπαμφιεῖ τὸ κατάπλαστον ἡ μέϑη Men. in VLL.; στέρν' ἀπημφιεσμένας, γυμνάς, Xenarch. Ath. XIII, 569 b.