[283] ἀπ-εθίζω, abgewöhnen, entwöhnen, Aesch. 1, 34; μὴ ποιεῖσϑαι 1, 152; ἀπειϑικὼς τὰς χεῖρας ἅπτεσϑαι τοῦ σώματος Plut. Alex. 40.