[289] ἀπ-εχθής, ές (ἔχϑος), verhaßt, Soph. Ant. 50; Theocr. 1, 101; – feindselig, Antiphil. 38 (IX, 294). – Adv., ἀπεχϑῶς διακεῖσϑαι πρός τινα D. Hal. 7, 31; ἔχειν πρός τι 11, 59; τινί Dem. 5, 18.