[312] ἀπ-ολισθαίνω, att. ἀπολισϑάνω (s. ὀλισϑάνω), abgleiten, ὅπως ἀπολισϑάνοι καὶ μὴ ἔχοι ἀντιλαβὴν ἡ χεὶρ ἐπιβαλλομένη Thuc. 7, 65; οὐκ ἂν ἀπολίσϑοι τρέχοντος, hinabfallen, Ar. Lys. 678; ἐκ τέγεος ἄελπτον ἀπωλίσϑησε πέσημα Ep. ad. 463 (IX, 158); τῆς μνήμης, dem Gedächtniß entschlüpfen, Alciphr. 3, 11; εἴς τι, in etwas verfallen, Luc. enc. Dem. 12.