[317] ἀπ-οξύνω, 1) zuspitzen; falsche Lesart Od. 6, 269 ἀποξύνουσιν ἐρετμά u. 9, 326 ἀποξῦναι δ' ἐκέλευσα, s. ἀποξύω; – ἀπωξυσμένος Pol. 1, 22. 18, 1. – 2) sauer machen, in Essig verwandeln, Sp.