[341] ἀπ-ωθέω (s. ὠϑέω), wegstoßen, vertreiben, ὦσε δ'ἀπὸ ῥινὸν λίϑος Iliad. 5, 308; ἀπῶσαν ὀχῆας 21, 537; ἀπῶσεν όμίχλην 17, 649; ἀλλά με Βορέης ἀπέωσε, verschlug mich, Od. 9, 81; δόμων ἀέκουσαν ἀπῶσαι 2, 130; γέροντος ἀπώσομεν ἄνδρα Iliad. 8, 96; ἐκ Τροίης ἀέκοντας ἀπωσέμεν υἷας Ἀχαιῶν 13, 367; γῆς πατρίδος, verbannen, Soph. O. R. 641; pass., 670; ἐκ γῆς Her. 1, 173; καὶ ἀπελαύνειν ἀπό τινος Plat. Rep. IV, 437 c; εἰς τοὔπισϑεν ἀπωσϑείς Soph. 261 b; Folgde. – Med., von sich abstoßen, entfernen, μνηστῆρας ἀπώσεαι ἐκ μεγάροιο Od. 1, 270; νηῶν μέν οἱ ἀπώσασϑαι πόλεμόντε μάχην τε δῶκε Iliad. 16, 251; ϑυράων χερσὶν ἀπώσασϑαι λίϑον Od. 9, 305; ἀλλ' ἤτοι σφέας κεῖϑεν ἀπώσατο ἲς ἀνέμοιο πόλλ' ἀεκαζομένους Od. 13, 276; in der letzten Stelle wenigstens unläugbar Homerisch das med. statt des act., vgl. oben Od. 9, 81; γῆρας H. h. Cer. 176; πένϑος Archil. 48; νοῠσον Gaetul. 3 (VI, 190); ἀπεωσάμεϑα τὴν ναυμαχίαν Κορινϑίους, zurückschlagen, Thuc. 1, 32; Ar. Vesp. 1085 ἀπεωσάμεσϑα, Dindorf ἀπωσάμεσϑα, wie τὸν ἄνδρ' ἀπωσάμην com. bei[341] Eustath. 1504, 21; Gegensatz προςέλκειν Plat. Rep. IV, 439 b; verabscheuen, verschmähen, τὰ ἐξ ἀδικίας κέρδη II, 366 a; vgl. Her. 1, 199; τὰς σπονδάς Thuc. 5, 22.