[350] ἀρι-δείκετος, sehr gezeigt, ausgezeichnet; Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν, ausgezeichnet unter dem ganzen Volke, Od. 8, 382. 401. 9, 2. 11, 355. 378. 13, 38; Περσῆα πάντων ἀριδείκετον ἀνδρῳν Iliad. 14, 320; Κόων ἀριδείκετος ἀνδρῶν 11, 248; ohne gen. γηϑοσύνη ὅ οἱ υἱὸν ἔφην ἀριδείκετον εἶναι Od. 11, 540; – Hes. Th. 543.