[371] ἀσκέω, 1) sorgfältig, künstlich bearbeiten, verzieren; ἤσκειν εἴρια καλά, 3. sing., Iliad. 3, 388; ἑανόν, ὅν οἱ Ἀϑήνη ἔξυσ' ἀσκήσασα 14, 179; ϑρόνον – Ἥφαιστος τεύξει ἀσκήσας 14, 240; κέρα – τὰ μὲν ἀσκήσας κεραοξόος ἤραρε τέκτων 4, 110; κρητῆρα – Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν 23, 743; ἅρμα δέ οἱ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται 10. 438; ἑρμῖν' ἀσκήσας Od. 23, 198; χρυσόν – ὁ δ' ἔπειτα βοὸς κέρασιν περίχευεν ἀσκήσας 3, 438; χορόν, τῷ ἴκελον οἷόν ποτε Δαίδαλος ἤσκησεν Ἀριάδνῃ, ein Bildwerk, Iliad. 18, 592, vgl. Paus. 9, 40, 2; ἡ μὲν τὸν πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα, sorgfältig putzen u. reinigen, Od. 1, 439. Uebh. zieren, schmücken, ἠσκημένη πέπλοις Aesch. Pers. 178; Soph. El. 444; κόσμῳ Her. 3, 1, u. öfter; οἶκος ἠσκημένος, künstlich geschmückt, 2, 130; übh. ausrüsten, 'Έλληνες ναυσίν, ἀσπίσιν ἠσκημένοι Eur. I. A. 83; σῶμ' ὃπλοις ἠσκήσατο Hel. 1395; ἀσκεῖν εἰς κάλλος El. 1073. – 2) = ϑεραπεύειν, verehren, δαίμονα Pind. P. 3, 109; ϑέμις ἀσκεῖται Ol. 8, 22 N. 9, 8. Daraus entspringt die bei den Att. gew. Bdtg, üben, ausüben, wie Her. τέχνην, πεντάεϑλον 3, 125. 9, 33 sagt; auch δικαιοσύνην, ἀληϑηΐην 1, 96. 7, 209. So κακότητα Aesch. Prom. 1068; τὰ δίκαια Soph. O. C. 917; κακά Tr. 383; λαλίαν Ar. Nubb. 921; μηδὲν ὑγιές Plut. 50; τινά τι. Einen worin, 47; ἔρωτας, πόνον, ἀπάτας Eur. Hell. 1110; ἀσέβειαν Bacch. 476; λόγῳ ἠσκημένον, das vorgegebene, Soph. El. 1208. So stets in Prosa, σοφίαν καὶ ἀρετήν Plat. Euthyd. 283 a; σιωπήν, Stillschweigen beobachten, Xen. Cyr. 5, 3, 43; bes. σῶμα πρός od. εἴς τι, den Körper stärken, von athletischen u. gymnischen Uebungen, Mem. 1, 2, 19 Cyr. 2, 1, 20 u. Sp.; Phryn. in B. A. 17 erkl. τὸ ἀγωνιστικῆς ἐπιμελείας τυγχάνειν; auch ohne σῶμα, Plat. Lach. 128 e; στάδιον, παγκράτιον, sich im Wettlauf, P. üben, Legg. VII, 795 b; τὰ περὶ τὸν πόλεμον VIII, 832 b; c. inf., ἀσκῶ ποιεῖν, ich bemühe mich zu thun, Xen. Cyr. 5, 5, 12; εὐπετῶς φέρειν Mem. 2, 1, 6; εὖ ἠσκηκότες, den ἀνάσκητοι entgeggstzt, Cyr. 8, 8, 20; ἠσκημένος ἀνήρ Mem. 3, 13, 6; εἰς ἀγῶνα ἄμεινον ἡμῶν ἤσκηται Dem. 9, 52; auch Sp. Bei Is. 7, 14 παῖδα neben δι' ἐπιμελείας ἔχειν.