ἀστεροπή

[375] ἀστεροπή, , Blitz, Hom. Iliad. 13, 242 ἀστεροπῇ ἐναλίγκιος, 14, 386 εἴκελον ἀστεροπῇ, u. als v. l., neben ὥς τε στεροπή, ὡς ἀστεροπή Iliad. 10, 154; vgl. στεροπή, ἀστραπή.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 375.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: