[396] ἀϋτέω, = ἀΰω nur praes. u. impf; rusen, schreien, tönen; Hom. Iliad. 20, 50 μακρὸν ἀύτει; 21, 582 μέγ' ἀύτει; 11, 258 ἀύτει πάντας ἀρίστους; 12, 160 κόρυϑες δ' ἀμφ' αὖον ἀύτευν βαλλόμεναι; – Aesch., Eur. u. sp. D.; ἀϋτεῖ Theocr. 24, 37; Ἄρτεμιν, anrufen, Eur. Hipp. 168.