[13] ἀ-γήρως, ων (γῆρας), nicht alternd, ewig jung, Hom. neunmal, ἀγήρων ἀϑανάτην τε Iliad. 2, 447, ἀγήρω τ' ἀϑανάτω τε Iliad. 12, 323. 17, 444, ἀϑάνατος καὶ ἀγήρως Iliad. 8, 539 Od. 5, 218, ἀϑάνατον καὶ ἀγή-ρων Od. 5, 136. 7, 257. 23, 336, ἀϑανάτους ὄντας καὶ ἀγήρως Od. 7, 94. Vgl. ἀγήραος. – Acc. sing. h. Cer. 242 ἀγήρων, wofür Hes. Th. 949 ἀγήρω steht; acc. pl. ἀγήρως H. in Apoll. 151, wie Ep. ad. 183 (App. 169 τιμὰς ἀγ.); Soph. ἀγήρως χρόνος Ant. 604 ch. In Prosa ἤπαινος Thuc. 2, 43; εὔκλειαν ἀγήρω κατα-λιπεῖν Dem. 60, 32; τιμάς ibd. 36; Plat. ἀϑάνατον καὶ ἀγ. λόγων πάϑος Phil. 15 d; ebenso Polit. 273 e; ἄνοσος καὶ ἀγ. Tim. 33 a; von Steinen Legg. XII, 947 d; von Pflanzen, παραμένει ἀγήρω καὶ χλοερά Plut. Symp. 3, 2 g. E.