[39] ἀ-εικίζω, schmählich behandeln, mißhandeln, νεκρὸν ἀεικίσσωσι, von den Fliegen, Il. 19, 26, vgl. 16, 545; fut. ἀεικιῶ 22, 256; med. ἀεικισσαίμεϑα in activ. Bdtg 16, 559; pass. ἀεικισϑήμεναι Od. 18, 222.