ἀ-εκήλιος

[41] ἀ-εκήλιος, Hom. nur Iliad. 18, 77 παϑέειν τ' ἀεκήλια ἔργα = ἀεικέλια; vgl. Scholl-Aristonic. ἡ διπλῆ πρὸςτὴν συναλοιφήν, ὅτι ἀἑκήλια ἐκληπτέον κατὰ ἀπόφασιν τοῠ έκήλου, ἐφ' οἷς οὐχ' οἷόν τε ἡσυχάζειν.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 41.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: