[44] ἀ-ηδία, ἡ, Unannehmlichkeit, im Ggstz von ἡδονή, Plat. Legg. VII, 802 dt ἔντευξις λύπης ἄνευ βλάβης Theophr. Char. 20; Unausstehlichkeit, Dem. 21, 153; Aesch. 3, 72; im plur. Isocr. ἀηδίας καὶ βαρὐτητας εὐκόλως φέρειν 12, 31; Ggstz von εὐτραπελία Posidipp. fr. inc. 2; Widerwillen, Groll, πρός τινα Dem. 19, 193.