[46] ἀ-θέσ-φατος, so groß. daß es ein Gott nicht aussprechen kann, Buttm. Lex. I, 167, unermeßlich, ὄμβρος II. 3, 4, πολὺν ὄμβρον ἀϑέσφατον 10, 6, ϑάλασσα Od. 7, 273, νὺξ δ' ἥδε μάλα μακρή, ἀϑέσφατος 11, 373, αἵδε δὲ νύκτες ἀϑέσφατοι 15, 392, οἶνος 11, 61, σῖτος Od. 13, 244, von Kühen (βόες) αἱ μὲν γίγνονται ἀϑέσφατοι Od. 20, 211; – ὕμνος Hes. O. 660; ϑέα Eur. Iph. A. 216.