[52] ἀ-ιδρείη, ion. ἀιδρηίη, ἡ, Unwissenheit, Hom. Od. 12, 41 ὅς τις ἀιδρείῃ πελάσῃ; ἀιδρείῃσιν ἕποντο 10, 231. 257, ἔρεξεν ἀιδρείῃσι νόοιο 11, 272; v. l. οὐδέ τ' ἀιδρείῃ für οὐδέ τι ἰδρείῃ Iliad. 7, 198; – ῥέζουσιν ἀιδρείῃσι νόοιο Hes. O. 685; – Her. 6, 69.