ἀ-ιστόω

[62] -ιστόω, = ἄιστον ποιεῖν, Hom. zweimal, Od. 10, 259 οἱ δ' ἅμ' ἀιστώϑησαν ἀολλέες, οὐδέ τις αὐτῶν ἐξεφάνη, 20, 79 ὡς δ' ὅτε Πανδαρέου κούρας ἀνέλοντο ϑύελλαι· –. ὣς ἔμ' ἀιστώσειαν Ὄλύμπια δώματ' ἔχοντες; πῦρ ἀίστωσεν ὕλαν Pind. P. 3, 37; tödten aesch. Pr. 232; Her. 3, 69. 127; verwüsten Soph. πατρίδα Ai. 510; ἀιστωϑείη Plat. Prot. 321 a.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 62.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: