[73] ἀ-κιδνός, Hom. nur compar., dreimal, Od. 5, 217 εἶδος ἀκιδνοτέρη μέγεϑός τ' εἴσαντα ἰδέσϑαι, unscheinbarer, unansehnlicher, Apoll. lex. Hom. 20. 10 εὐ-τελεστέρα, vgl. Scholl.; 8, 169 ἄλλος μὲν γάρ τ' εἶδος ἀκιδνότερος πέλει ἀνήρ, ἀλλὰ ϑεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει; 18, 130 οὐδὲν ακιδνότερον γαῖα τρέφει ἀν-ϑρώποιο, hinfälliger, Apoll. l. l. ἐπὶ τοῠ ἀσϑενεστέρου; auch sp. D.; Nonn. auch superlat. 2, 295; – posit. bei Hippocr.; ἀκιδνὸν ἔδεσμα Archestrat. Athen. III, 117 a.