[78] ἀ-κούσιος, ον, zsgzg. aus ἀ-εκούσιος (das fem. ἀκουσία stand Antipho 1, 5 vor Bekk., der ἐκ προβουλῆς ἀκουσίως ἀποϑανεῖν lies't), unfreiwillig, ϑράσος Aesch. Ag. 777; nach Plat. Def. 416 c τὸ παρὰ διάνοιαν ἀποτελούμενον, z. B. φόνος Antiph. III β 6; Plat. Legg. IX, 867 a u. öfter; ebenso ἀδίκημα, βλάβη, nicht mit Absicht gethan, ὁπόσα ἀγνοίᾳ ἐξαμαρτάνουσι Xen. Cyr. 3, 1, 38; unlieb, τινί, Plut. Demetr. 37 τοῖς Μακεδόσι οὐκ ἀκούσιος ἦν ἡ μεταβολή; Paus. 4, 27, 1; auch von Personen, Sp. – Adv. ἀκουσίως, z. B. οὐδενὶ ἀκ. ἀφῖχϑαι, allen erwünscht, Thuc. 3, 31; οὐκ ἀκουσίως πολέμου ἥπτετο, gern, 2, 8; wie Eur. El. 670.