[95] ἀ-λίαστος, unbiegsam, nicht nachgebend, heftig, Hom. siebenmal, Iliad. 2, 797 πόλεμος, 20, 31 πόλεμον, 12, 471. 16, 296 ὅμαδος, 24, 760 γόον, 14, 57 μάχην ἀλίαστον; Advb. 24, 549 ἀλίαστον ὀδύρεο, unablässig; – ἀνίη Hes. Th. 610; Eur. φρήν Hec. 81; Πυλάδης Or. 1465, der muthige; sp. D., πόνος Ap. Rh. 2, 649, κῦμα 1, 1326.