ἀ-λεγῡνω

[91] ἀ-λεγῡνω (ἀλέγω), besorgen, Hom. fünfmal, Od. 1, 374. 2, 139 ἄλλας δ' ἀλεγύνετε δαἶτας, 8, 88 ϑοὴν ἀλεγύνετε δαἶτα, 11, 186 δαῖτας, ἃς ἐπέοικε δικασπόλον ἄνδρ' ἀλεγύνειν, 13, 23 δαῖτ' ἀλέγυνον; – H. h. Merc. 361 δολοφροσύνην; Ap. Rh. συνημοσύνας 5, 1105, ohne Casus 4, 1203.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 91.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: