[115] ἀ-μαλός, ή, όν (vgl. ὁμαλός, μαλακός, mollis), att. ἁμαλός, weich, zart, VLL. ἁπαλός, ἀσϑενής; Hom. zweimal, Od. 20, 14 κύων ἀμαλῇσι περὶ σκυλάκεσσι βεβῶσα, Iliad. 22, 310 ἄρν' ἀμαλήν, – daher schwach, γέρων Fur. Heracl. 75. Bei Sp. auch = ὁμαλός (?).