[122] ἀ-μενηνός, fem. ἀμενηνή Opp. H. 2, 58 (μένος, μένω), nicht Stand haltend, kraftlos, Hom. sechsmal, Iliad. 5, 887 ἤ κε ζὼς ἀμενηνὸς ἔα χαλκοῖο τυπῇσιν, Od. 19, 562 δοιαὶ γάρ τε πύλαι ἀμενηνῶν εἰσὶν ὀνείρων, 10, 521. 536. 11, 29. 49 νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα; – Eur. Troad. 193 ἀμ. νεκύων ἄγαλμα; φῦλα ἀνϑρώπων H. Cer. 352; vgl. Ar. Av. 686; ἀνήρ Soph. Ai. 874; κινήσεις ἀμενηνότεραι Tim. Locr. 100 c; Theophr.; Luc. Gall. 5. – Adv. ἀμενηνῶς Galen.; ἀμενηνὰ φαείνειν Arat. 173.