[240] ἀ-νομία, ἡ (ἄνομος), Gesetzlosigkeit, Zügellosigkeit, Ggstz von δικαιοσύνη, Her. 1, 96. 97 Thuc. 2, 53 Xen. Mem. 1, 2, 24; neben ἀδικία Plat. de leg. 314 d; ἀναρχία Rep. IX, 575 a; den einzelnen Gesetzen entggstzt Dem. 24, 152; ἀνομίαν ὀφλισκάνειν Eur. Ion 443.