[339] ἀ-πρός-οιστος, unerträglich, unwiderstehlich, Περσῶν στρατός Aesch. Pers. 91, Schol. ἀκαταμάχητος. – Adv., -στως, ἔχειν Isocr. 9, 49.
Pierer-1857: Pros [2] · Pros [1]