[371] ἀ-σκελής, ές (σκέλλω); Hom. Od. 10, 463 ἀσκελέες καὶ ἄϑυμοι, ohne Kraft u. Muth; ἀσκελὲς αἰεὶ κεχόλωται 1, 68, ohne Aufhören, ἀσκ. u. αἰεί parallel; μηκέτι πολὺν χρόνον ἀσκελὲς οὕτως κλαῖε 4, 543; ἀσκελέως αἰεὶ μενεαινέμεν Iliad. 19, 68. Die Natur des α ist zweifelhaft. Vgl. Nic. Tier. 42. 278.