ἀ-τάλαντος

[383] ἀ-τάλαντος (τάλαντον, α copulat.), 1) gleichwiegend, gleich; Hom. oft, z. B. ἀτάλαντος Ἄρηι Iliad. 2, 627, ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ 2, 651, ϑεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος 17, 477, Διὶ μῆτιν ἀτάλαντε 11, 200, ἀργαλέων ἀνέμων ἀτάλαντοι ἀέλλῃ 13, 795, νυκτὶ ϑοῇ ἀτάλαντος ὑπώπια 12, 463. – 2) im Gleichgewicht schwebend, Arat. 22.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 383.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: