[43] ἄζω (vgl. ἀζαίνω), dörren, Σείριος ἄζει Hes. O. 585 Sc. 397; Nic. Th. 779; – ἀζομένη, verdorrt, Il. 4, 487 (ἅπαξ εἰρημ.); übrtr., hinschwinden, ἄζηται κραδίην ἀκαχήμενος Hes. Th. 99; so ἀσϑείη τὴν ψυχήν Her. 3, 91 v. l. für ἀσηϑείη.