ἄμαξα

[115] ἄμαξα, , att. ἅμαξα, Wagen; mehrmals Hom., immer mit spir. len., Herodian. Scholl. Iliad. 18, 487; Iliad. 21, 782 ὑπ' ἀμάξησιν βόας ἡμιόνους τε ζεύγνυσαν; 7, 426 ἀμαξάων ἐπάειραν; 12, 448 τὸν δ' οὔ κε δύ' ἀνέρε δήμου ἀρίστω ῥηιδίως ἐπ' ἄμαξαν ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν; Od. 9, 241 οὐκ ἂν τόν γε δύω καὶ εἴκοσ' ἄμαξαι ἐσϑλαὶ τετράκυκλοι ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν; 10, 103 ἄμαξαι ἄστυδε καταγίνεον ὕλην; 6, 37 ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐφοπλίσαι, ἥ κεν ἄγῃσιν ζῶστρα, 72 ἄμαξαν ἐύτροχον ἡμιονείην (v. l. ἡμιόνοιιν Scholl.) ὅπλεον, 260 μεϑ' ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἔρχεσϑαι, derselbe Wagen heißt 6, 57. 69. 73. 7, 5 ἀπήνη; Iliad. 24, 150. 179 ὅς κ' ἰϑύνοι ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐύτροχον, 189 ἄμαξαν ἐύτροχον ἡμιονείην ὁπλίσαι, 263 ἄμαξαν ἐφοπλίσσαιτε, 266 ἐκ μὲν ἄμαξαν ἄειραν ἐύτροχον ἡμιονείην καλὴν πρωτοπαγέα, 711 ἐπ' ἄμαξαν ἐύτροχον ἀίξασαι, 275. 324 heißt derselbe Wagen ἀπήνη; – das Gestirn, der große Bär, Iliad. 18, 487 Od. 5, 273 ἄρκτον ϑ', ἣν καὶ ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν;Her. 1, 188; im Ggstz von ἅρμα Xen. An. 1, 7, 20; öfter die Packwagen; τετράκλινοι, viersitzige, Luc. Tox. 46; Hes. O. 428. 435 der Pflug; ein Wagen voll, πετρῶν, σίτου, Xen. An. 6, 4, 22 Cyr. 2, 4, 18; = eine große Menge, Alex. bei Ath. IX. 380 d; ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν κατεσκέδασαν ἀλλήλων Luc. Eun. 2, was der Schol. auf die in Athen üblichen Aufzüge bei den Dionysien zurückführt, wobei vielfache Spottreden vorkamen u. worauf auch die sprichwörtliche Redensart: ῥητὰ καὶ ἄῤῥητα ὀνομάζειν ὥςπερ ἐξ ἁμάξης, zurückzuführen, kein Blatt vor den Mund nehmen, Dem. 18, 129; ἐξ ἁμάξης παῤῥησιάζεσϑαι Luc. Iup. Trag. 44. Sprichwörtlich ἡ ἅμαξα τὸν βοῦν Luc. D. Mort. 6, 2, der Wagen, zieht den Ochsen, die verkehrte We lt. – Theodor. 18 (VII, 479) ἅμ. παμφόρος Landstraße.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 115.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: