[348] ἄρειον (verwandt ἀρι-, ἀρετή, Ἄρης, welcher Eigenname ursprünglich »der Gute« bedeutet, euphemistisch, wie Εὐμενίδες die Erinyen; denn Ares war ursprünglich ein Gott des Todes); compar. zu ἀγαϑός, superl. ἄριστος, w. m. s.; Hom. bes. von Helden, stärker, muthiger, tapferer; κρεῖσσον καὶ ἄρειον, auf Homerische Art παραλλήλως, d. h. gleichbedeutend, Od. 6, 182; vgl. Apoll. Lex. 42, 5 ἄρειον κρεῖσσον. καὶ ἀρείω τὸν κρείσσονα; τὸν ἀρείονα, Gegensatz χείρονα Od. 20, 133; ebenso τὸν ἀρείω, χείρονα Iliad. 10, 237; ἀρείους, κακίους Od. 2, 277; ἀρείοσιν ἠέ περ ὑμῖν ἀνδράσιν ὡμίλησα Iliad. 1, 260; οἷοί περ πάρος ἦτε μετ' ἀνδράσιν, ἢ καὶ ἀρείους 16, 557; ὅσσον αρείων εὕχομ' ἐγὼν ἔμεναι 21, 410; κτάνε πολλὸν ἀρείω Od. 3, 250; πρότερος καὶ ἀρείων Iliad. 2, 707. 23, 588 Od. 19, 184; ἅμα πλέονες καὶ ἀρείους Od. 9, 48; ἦ ἄρ τι τόδ' ἄρειον ἔπλετο Iliad. 19, 56; τάχα φράσεται καὶ ἄρειον Od. 23, 114; χρὼς ἔμπεδος, ἢ καὶ ἀρείων Iliad. 19, 33; γῆρας ϑεοὶ τελέουσιν ἄρειον Od. 23, 286; τεῖχος ἄρειον Iliad. 4. 407. 15, 736. In diesen beiden Stellen wie in einigen anderen steht vielleicht der compar. auf Homerische Art statt des positiv.; man hat bei τεῖχος ἄρειον auch an ἄρειος gedacht, Kriegsmauer; vgl. Scholl. Iliad. 4, 407. 15, 736; – χρῆμα, γέρας Pind. I. 7, 13 N. 7, 101; – att. D., wie Aesch. Ag. 81 Spt. 287.