[359] ἄῤ-ῥατος (ῥάω, ῥαίω?), unzerbrechlich, fest, τὸ σκληρὸν ὃ δὴἄρ. καλεῖται Plat. Crat. 407 d; dierichtige Lesart Rep. VII, 535 b καὶ φιλόπονος, also unermüdlich.