[360] ἄῤ-ῥηκτος, unzerreißbar, δεσμόν Iliad. 15, 20, δεσμοὺς ἀρρήκτους ἀλύτους Od. 8, 275; πέδας ἀρρήκτους ἀλύτους Iliad. 13, 37; ἔριδος καὶ πολέμοιο πεῖραρ, ἄρρηκτόν τ' ἄλυτόν τε 13, 360; εἶλαρ, unzerstörbar, 14, 56. 68; τεῖχος Od. 10, 4; πόλις Iliad. 21, 447; νεφέλην, undurchdringlich, 20, 150; φωνή, unermüdlich, 2, 490; – ἀδαμαντίνων δεσμῶν ἐν ἀρρήκτοις πέδαις Aesch. Prom. 6; ἄῤῥηκτος φυάν Pind. I. 5, 44, von unverwüstlicher Natur; σάκος Aesch. Suppl. 187; Soph. Ai. 573; χάλαζα, hart, Theocr. 22, 16; δέρμα κροκοδείλου, undurchdringlich, Her. 2, 68; Sp. – Adv., ἀῤῥήκτως ἔχειν Ar. Lys. 182.