[76] ἄ-κολος, ἡ (α euphon., κόλος verstümmelt), Bissen, ψωμός; Hom. einmal, Od. 1 7, 222 πτωχὸνὃς ϑλίψεται ὤμους, αἰτίζων ἀκόλους, οὐκ ἄορας οὐδὲ λέβητας; – ξηράς Maced. Paralip. 30 (VI, 176); τὰς ἀπύρους Leon. T. 45 (IX, 563); vgl. Strattis bei Ath. XIV, 622 a, wonach die Thebäer την ἔνϑεσιν ἄκολον nennen; Suid. hat das Sprichw. ἀκόλῳ οὐ σύκῳ τὰ χείλη βῦσαι.