ἄ-σχετος

[382] ἄ-σχετος, unaufhaltsam, μένος ἄσχετος, unwiderstehlich an Kraft u. Muth; Τηλέμαχ' ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε Od. 2, 85. 303. 17, 406; μένος ἄσχετος Κύκλωψ 20, 19; μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν 3, 104; πένϑος ἄσχετον Iliad. 16, 549; Opp. C. 2, 60; vgl. ἀάσχετος. – Adv ἀσχέτως, Plat. Crat. 415 d.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 382.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: