[387] ἄ-τλητος, unerträglich, πένϑος Il. 9, 3; ἄχος 19, 367; πάϑη Pind. Ol. 6, 38; βέλος N. 1, 48; ἄτλητα παϑών poët. bei Her. 5, 56; ϑήρ Agath. 27 (VI, 74); nicht zu wagen, ἄτλητα τλᾶσα Aesch. Ag. 396.